- καθυπηρετέομαι
- καθυπηρετέομαι,A assist,
τῇ ἀποκρίσει Sor.1.25
; τῷ τάχει . . καθυπηρετούμενας Χεῖρας keeping up with . . , Sch.Pl.Phdr.244b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῇ ἀποκρίσει Sor.1.25
; τῷ τάχει . . καθυπηρετούμενας Χεῖρας keeping up with . . , Sch.Pl.Phdr.244b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθυπηρετεῖ — καθυπηρετέομαι assist pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπηρετουμένου — καθυπηρετέομαι assist pres part mp masc/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπηρετούμενος — καθυπηρετέομαι assist pres part mp masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπηρετουμένας — καθυπηρετουμένᾱς , καθυπηρετέομαι assist pres part mp fem acc pl (attic epic doric) καθυπηρετουμένᾱς , καθυπηρετέομαι assist pres part mp fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)